- ιμιτασιόν
- ιμιτασιόν, η (άκλ., λ. γαλλ.), απομίμηση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ιμιτασιόν — η απομίμηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. imitation < imiter «μιμούμαι»] … Dictionary of Greek